- χοός
- χοῦς 1*Mens.masc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χόος — ὁ, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. χοῡς (Ι) … Dictionary of Greek
χόος — χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροχόος — ο 1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα 2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο» ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο χόος, υδρο χόος] … Dictionary of Greek
μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] … Dictionary of Greek
σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φυλλοχόος — ον, ΜΑ (για μήνα ή εποχή) αυτός που κάνει τα φύλλα τών δένδρων να πέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος, χρυσο χόος] … Dictionary of Greek
λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… … Dictionary of Greek
οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… … Dictionary of Greek
ρινοχόος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + χόος (< χέω), πρβλ. οινο χόος] … Dictionary of Greek
τετράχους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες μσν. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν ποσότητα τεσσάρων χοών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοῦς / χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά χους] … Dictionary of Greek